- ραμφοειδής
- -ές, Ναυτός που μοιάζει στο σχήμα με ράμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράμφος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ραμφώδης — ες, / ῥαμφώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥάμφος] ραμφοειδής … Dictionary of Greek